δεινος

δεινος
    I.
    δεινός
    3
    1) внушающий благоговейный трепет или священный ужас
    

(θεός Hom.)

    Στυγὸς ὕδωρ ὅστε ὅρκος δεινότατος θεοῖσιν Hom. — вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов

    2) страшный, ужасный, грозный
    

(Χάρυβδις Σκύλλη τε, πέλωρα θεῶν Hom.; πόλεμος Pind., Plat.)

    δ. ἰδέσθαι Hom. или ὁρᾶν Soph. — страшный на вид;
    δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. — считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.;
    тж. — выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4);
    τοῦτο δεινὸν γίνεται μέ … Her. — существует опасность, что …;
    οὐδὲν δεινὸν αὐτῷ μήποτε ἀδικηθῇ Plat. — нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида;
    δεινὰ παθεῖν Her., Thuc., Plat., Arph. — подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать

    3) перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный
    

(σάκος Hom.; ἵμερος Her.; ἐπιθυμίαι Plat.)

    4) странный, неслыханный
    

δεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν πρᾶγμα λέγεις Plat. — странную вещь ты говоришь;

    δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. — поражаться, изумляться (ср. 2)

    5) важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный
    

(σοφιστής Eur., Plut.; ἀκοντιστής Plat.; ῥήτωρ Dem.; στρατηγός Arst.)

    δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. — искусный в чем-л.;
    δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν Soph., Eur. — материнство - великое дело

    II.
    δεῖνος
    gen. к δεῖνα См. δεινα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "δεινος" в других словарях:

  • δείνος — δεῑνος, ο (Α) 1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ. 2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας 3. είδος χορού 4. το αλώνι 5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού δίνος*, που… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — fearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • δεινός, -ή — ό 1. σφοδρός, άγριος, φοβερός: Ο καβγάς ανάμεσα στα δύο σκυλιά ήταν δεινός. 2. άξιος, έμπειρος, ικανός: Είναι δεινός κολυμβητής. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεινά η συμφορά, τα βάσανα, οι κακουχίες: Τα δεινά της σκλαβιάς είναι αβάσταχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνος — δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg δεῖνος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινότερον — δεινός fearful adverbial comp δεινός fearful masc acc comp sg δεινός fearful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτω — δεινός fearful masc/neut nom/voc/acc superl dual δεινός fearful masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτων — δεινός fearful fem gen superl pl δεινός fearful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτέραις — δεινός fearful fem dat comp pl δεινοτέρᾱͅς , δεινός fearful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»